- εὐπαρακόμιστος
- εὐ-παρα-κόμιστος, leicht nebenbei-, mit-, herzuführen. Aber πόλις εὐπ. ist eine Stadt, die leichte, gute Zufuhr hat
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευπαρακόμιστος — εὐπαρακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που μπορεί εύκολα να μετακομιστεί κοντά σε άλλους 2. (για πόλεις) αυτός που κείται σε θέση κατάλληλη για την εισαγωγή εμπορευμάτων και άλλων αγαθών, αυτός που έχει καλή εισαγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα κομίζω] … Dictionary of Greek
εὐπαρακόμιστος — easy to steer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακόμιστον — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem acc sg εὐπαρακόμιστος easy to steer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακομίστου — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακομίστων — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακόμιστα — εὐπαρακόμιστος easy to steer neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρακόμιστοι — εὐπαρακόμιστος easy to steer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)